διαμολύνω

διαμολύνω
διαμολύνω [ῡ],
A befoul with writing,

παλίμψηστα Plu.2.504d

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαμολύνει — διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing aor subj act 3rd sg (epic) διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing pres ind mp 2nd sg διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …   Dictionary of Greek

  • διαμολύνοντες — διαμολύ̱νοντες , διαμολύνω befoul with writing pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”